- πιεστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. αυτός που πιέζει, που συνθλίβει κάτι2. το πιεστήριο, το όργανο, η συσκευή που συμπιέζει, που συνθλίβει.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιεστῆρος — πιεστήρ squeezer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
πιεστήριος — α, ο / πιεστήριος, ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ] 1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.) 2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι νεοελλ.… … Dictionary of Greek